- γλυκόμηλο
- (AM γλυκύμηλον, Α και γλυκύμαλον, αιολ. και δωρ. τ., Μ και γλυκόμηλον)ο καρπός τής γλυκομηλιάς (α. «έκαμν' άνθη το πουρνό και γλυκόμηλα το βράδυ», Γ. Βιζυηνόςβ. «οἷον τὸ γλυκύμαλον ἐρεύθεται ἄκρῳ ἐπ' ὄσδῳ» — κοκκινίζει σαν το γλυκόμηλο στην άκρη τού κλαδιού, Σαπφώ)αρχ.(προσφώνηση σε αγαπημένο πρόσωπο) «φίλον γλυκύμαλον» (Θεόκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.