γλυκόμηλο

γλυκόμηλο
(AM γλυκύμηλον, Α και γλυκύμαλον, αιολ. και δωρ. τ., Μ και γλυκόμηλον)
ο καρπός τής γλυκομηλιάς (α. «έκαμν' άνθη το πουρνό και γλυκόμηλα το βράδυ», Γ. Βιζυηνός
β. «οἷον τὸ γλυκύμαλον ἐρεύθεται ἄκρῳ ἐπ' ὄσδῳ» — κοκκινίζει σαν το γλυκόμηλο στην άκρη τού κλαδιού, Σαπφώ)
αρχ.
(προσφώνηση σε αγαπημένο πρόσωπο) «φίλον γλυκύμαλον» (Θεόκρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… …   Dictionary of Greek

  • γλυκύμαλον — το βλ. γλυκόμηλο …   Dictionary of Greek

  • γλυκύμηλον — το βλ. γλυκόμηλο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”